αλταϊκός

αλταϊκός
-ή, -ό
αυτός (άνθρωπος, ζώο ή φυτό) του οποίου κοιτίδα υπήρξε η περιοχή Αλτάι στη Δυτ. Σιβηρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλταϊκός — ή, ό λέγεται για τις φυλές ή τις γλώσσες τών οποίων το λίκνο υπήρξε η περιοχή Αλτάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλτάι*, πρβλ. αγγλ. Altaic] …   Dictionary of Greek

  • ουραλοαλταϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια και στα Αλτάια Όρη τής Σιβηρίας. 2. φρ. α) «ουραλοαλταϊκοί λαοί» λαοί που κατοικούν στις περιοχές τών Ουραλίων και τών Αλταΐων Ορέων β) «ουραλοαλταϊκή γλωσσική ομοεθνία» μεγάλη γλωσσική ομάδα η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”